Παλιοί παίκτες, νέα κόλπα
Χαιρόμαστε που καταρρέουν οι εφημερίδες. Όχι άδικα. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες τους υπήρξαν αλαζονικοί και καταχράστηκαν τη δύναμή τους, υποστήριξαν απατεώνες, ξεγέλασαν τον νόμο.
Αλλά δεν βλέπω τι θα μπει στη θέση τους.
Τα μπλογκ; Στην Ελλάδα γέννησαν ορισμένες ενδιαφέρουσες φωνές, που είτε κουράστηκαν, είτε δεν απέκτησαν ποτέ πρωτογενές δημοσιογραφικό νόημα, είτε απορροφήθηκαν από τα παλιά media. Mε αποτέλεσμα να απομείνουν κίτρινοι δημοσιογράφοι να αλωνίζουν το μέσο, για να κάνουν φανερούς ή αφανέρωτους εκβιασμούς. Ούτε καν επηρεαστικά μπλογκ γνώμης δεν δημιουργήθηκαν, όπως της «Huffington Post» και του Daily Kos.
Το Facebook; Αυτό είναι η μοντέρνα αυλή των θαυμάτων. Ζεστό πράγμα, δεν λέω, φέρνει τους ανθρώπους κοντά, αλλά δημοσιογραφία πότε δεν γέννησε.
To Τwitter; Kαλό για εξεγέρσεις, γρήγορες ειδήσεις, μπηχτές και ψιλόβροχο πεζολογίας. Το 90% των ελληνικών tweets είναι για το τι παίζει η τηλεόραση! Η στενογραφία μιας ζωής φτωχών εμπειριών.
Στη λαχτάρα μας να δούμε τα πράγματα να αλλάζουν δεν παραδεχόμαστε ότι τα κορυφαία και πιο δυναμικά δημοσιογραφικά sites του πλανήτη είναι τα... sites των μεγάλων, «παλιών» εφημερίδων: της «Guardian», των «New York Times», του «Spiegel». Και στην Ελλάδα, τα μεγάλα πλήθη, στο «Βήμα», την «Καθημερινή», τη «Ναυτεμπορική» και την «Ελευθεροτυπία» μπαίνουν. Και για να πούμε του στραβού το δίκιο κυρίως σε αυτές διαβάζουμε ακόμα σωστά ελληνικά, απόψεις με ειδικό βάρος (εκτός της αηδούς μικροπολιτικής) - υπάρχει ακόμα λίγο γούστο, γνώση και ρεπορτάζ. Κι αυτά τα sites ξεσκίζονται καθημερινώς από τα χιλιάδες μπλογκ που γράφουν από κάτω το μακρύ τους και το κοντό τους.
Θέλω να πω ότι είτε σε χαρτί είτε σε οθόνες, η δημοσιογραφία εξακολουθεί να ασκείται από οργανισμούς που της αφοσιώνονται - όχι από ελεύθερους σκοπευτές του ίντερνετ. Και το περιεχόμενο εξακολουθεί να είναι ο βασιλιάς -περιεχόμενο σοβαρό, ουσιώδες, ψαγμένο- όχι κρωγμοί, αστειάκια, «εμπειρίες» και «αποκαλύψεις». Μόνο που το περιεχόμενο κοστίζει. Ένα μπλογκ φτιάχνεται σε τρία λεπτά, αλλά γεμίζει με μερόνυχτα εργασίας και αρκετά λεφτά για να το πεις ενημερωτικό. Mε πειρατικό copy/paste και γνώμες για ό,τι πετάει απ' το παραθύρι του κελιού σου ίσως μια μέρα βγάλεις γκόμενο και το νοίκι σου, αλλά πότε δεν θα ξεθεμελιώσεις τους δεινοσαύρους των media (άσε που το 90% των μπλόγκερ δούλευαν ή δουλεύουν σε αυτούς - αν κρίνουμε από το ότι όταν υπάρχει απεργία δημοσιογράφων, τα ποστ στα μπλογκ πέφτουν στο 10%! - ποστάρουν απ' τα γραφεία τους!).
Τελικά, ο ψηφιακός τρόπος, μετά το πρώτο θάμπωμα, δεν γέννησε και σπουδαίες αλλαγές, ως προς το ποιος παράγει δημοσιογραφία. Και οι εφημερίδες που κλαίγονται, ουσιαστικά κλαίγονται επειδή βγαίνουν από το βόλεμά τους και καλούνται να φτιάξουν καινούργια επιχειρηματικά μοντέλα, στα οποία το χαρτί ίσως δεν είναι προτεραιότητα. Πάλι αυτές είναι οι πρωταγωνιστές. Δυστυχώς, αν μιλάμε για το «Έθνος», ευτυχώς, αν μιλάμε για την «Guardian».
Καταλήγω: ο τρόπος που μεταδίδεται μια είδηση έχει αλλάξει, αλλά όχι ο τρόπος που παράγεται δημοσιογραφία. Το τελευταίο χρειάζεται λεφτά, γνώση, οργάνωση, διαρκή διαθεσιμότητα. Το περιεχόμενο κοστίζει. Αλλά κι αυτό μπορεί να αλλάξει σύντομα με τo i-pad και τα tabs. Έτσι όπως το κομπιούτερ στο δωμάτιο γέννησε την πρώτη ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια των πολιτών, ίσως η επικυριαρχία του κινητού κομπιούτερ γεννήσει την πρώτη αυτοδιαχειριζόμενη εφημερίδα του πολίτη.
Χλωμό το βλέπω, αλλά μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται.