Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Δεν έκλαψα με «Το νησί»

Ομολογώ ότι στα διαφημιστικά διαλείμματα έσπευδα στον Εκτορα Μποτρίνι. Είχε μπλέξει βλέπετε με έναν μάγειρα βαρύ και ασήκωτο, εκατό τόνους μαγκιά, σε ένα εστιατόριο στην Αταλάντη και πέρναγε τα μαρτύρια του Ιώβ. Πιο πολλά μοιάζανε σε αυτόν τον εφιάλτη της κουζίνας κι από όσα υπόσχεται ότι θα τραβήξει η Κατερίνα Λέχου στο «Νησί».
Μόνο που ο Μποτρίνι τα αντιμετώπιζε με χιούμορ και τόλμη, ενώ η πρωταγωνίστρια της πολύκροτης σειράς του Mega αρκείτο στην αφαίρεση του μέικαπ και στην πρόσθεση του μελαγχολικού ύφους.
Πράγμα το οποίον διόλου με έπεισε. Κι επειδή δεν με έπεισε πρέπει να προχωρήσω στη δεύτερη κατά σειράν ομολογία της ημέρας: το είδα το «Νησί» και δεν έκλαψα! Ούτε καν στενοχώρια με έπιασε, ούτε μαυρίλα, ούτε διάθεση να πάρω αγκαλιά τον γάτο και να τον κοιτάξω στα μάτια με νόημα.

Αναισθησία

Αναλγησία μήπως; Αίμα ψυχρό και θερμοκρασία σαύρας; Πείτε το όπως θέλετε, αλλά για να μου προκαλέσει έντονα συναισθήματα μια τηλεοπτική σειρά πρέπει να υπερβαίνει κάποια όρια και να καταργεί κάποιες συμβάσεις. Και το «Νησί» δεν μπήκε διόλου στον κόπο...
«Ναι, μόνο που δεν μπορείς να παραβλέψεις ότι πρόκειται για μια.... άψογη παραγωγή που ξεκουράζει το μάτι από τα βοθρολύματα των ριάλιτι», μου λέει από την άλλη άκρη της γραμμής η έμπειρη Ιζαμπέλα. Δεν διαφωνώ, δεν μπορώ να πω ότι διαφωνώ, αλλά δεν είναι εν τέλει εκεί το πρόβλημα. Το θέμα είναι ότι από τότε που ο αργός ρυθμός, η ομιχλώδης φωτογραφία και οι χαμηλόφωνες ερμηνείες έγιναν συνώνυμα της κάθε είδους «ποιότητας» σε αυτόν τον τόπο, αρκεί να ακολουθήσεις την εύκολη συνταγή για να εισπράξεις τα πάσης φύσεως εύσημα.

ΟΚ λοιπόν, το «Νησί» την ακολούθησε τη συνταγή. Και την ακολούθησε με τρόπο άκρως επαγγελματικό, δίχως τις τσιγκουνιές και τις τσιφουτιές που μας έχουν συνηθίσει τα κανάλια. Να το χειροκροτήσουμε και να του πούμε «μπράβο», δεν λέω.
Αλλο αυτό όμως και άλλο να αναζητούμε όλη μέρα κοσμητικά επίθετα για να περιγράψουμε το ανεπανάληπτο μεγαλείο του. Ας το αντιμετωπίσουμε καλύτερα ως τηλεοπτική σειρά και όχι ως άλλοθι της νεοελληνικής κουλτούρας και ας μη χάνουμε το μέτρο της θλίψης την ώρα ακριβώς που μας χρειάζεται περισσότερο.

Μέσα & media / Χρήστος Ξανθάκης / Κυρ. Ελευθεροτυπία