Πολλά γράφτηκαν στον Τύπο για τον Γιάννη Βούλτεψη που «έφυγε» στα 87 του χρόνια πριν λίγες ημέρες. Ξεχώρισα το άρθρο του Βίκτωρα Νέτα στην Ελευθεροτυπία:
«Λίγες μέρες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, αρχές Αυγούστου του 1974, συνάντησα τον Γιάννη Βούλτεψη έξω από τα γραφεία της Ενωσης Συντακτών. Μόλις είχε επιστρέψει από το εξωτερικό, όπου έμεινε αυτοεξόριστος στα 7 χρόνια της δικτατορίας. Αγκαλιαστήκαμε και γελώντας μού είπε: «Μη με ρωτήσεις και εσύ γιατί έγινα βασιλοκομμουνιστής;». Του απάντησα τελείως αυθόρμητα: «Δεν θα σε ρωτήσω, γιατί εγώ γνωρίζω ότι είσαι τρελός Κεφαλονίτης». Θυμηθήκαμε τα παλιά. Τις μέρες μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963 και τις μέρες της δίκης το 1966. Από τον κόσμο των δημοσιογράφων που ερευνούσαν την πολύκροτη υπόθεση, ο Γιάννης Βούλτεψης ήταν ο πρωταγωνιστής των αποκαλύψεων….
....Ολο το υλικό που συγκέντρωσε, το επεξεργάστηκε και το δημοσίευσε στο βιβλίο του «Υπόθεση Λαμπράκη», το οποίο κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1966, λίγο πριν αρχίσει η δίκη για τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς….Αυτό το βιβλίο ήταν ο «μπούσουλας» για να γράψει ο Βασίλης Βασιλικός το «Ζ», που έγινε και κινηματογραφική ταινία από τον Κώστα Γαβρά....
....Ηταν φαρμακερό το κεφαλονίτικο χιούμορ του. Εδωσε ρέστα με το εκπληκτικό ρεπορτάζ του από τους γάμους του Κωνσταντίνου με την Αννα Μαρία, που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» στις 19 Σεπτεμβρίου 1964. Είχαν προσκληθεί να παραστούν στην τελετή στη Μητρόπολη εκπρόσωποι από όλες τις εφημερίδες. Η «Αυγή» είχε επιλέξει τον Γιάννη Βούλτεψη. Κατά το πρωτόκολλο έπρεπε να φορέσει φράκο, το οποίο και δανείστηκε από φίλο του, που είχε γραφείο κηδειών. Επίσης και ο σοφέρ που θα οδηγούσε το αυτοκίνητο της «Αυγής» και θα μετέφερε τον καλεσμένο φόρεσε λιβρέα και καπέλο, που είχαν μοιραστεί από τα ανάκτορα. Την καθορισμένη ώρα, ντυμένος επίσημα βγήκε ο Βούλτεψης στο πεζοδρόμιο να περιμένει το αυτοκίνητο. Η μαρίδα της γειτονιάς τον υποδέχθηκε με ξεφωνητά: «Ο κυρ Γιάννης ντύθηκε πιγκουίνος!». Οταν το αυτοκίνητο της «Αυγής» έφτασε στη Μητρόπολη, ο σοφέρ τού είπε: «Κύριε Γιάννη, εδώ μπορείς να βγεις». Ο Βούλτεψης του απάντησε κοφτά: «Ξέχασέ τα αυτά τα κομμουνιστικά. Κατέβα και άνοιξέ μου με υπόκλιση την πόρτα!». Ανέβαινε καμαρωτός μέσα στο φράκο ο Βούλτεψης και χαιρετούσε, κρατώντας στο χέρι το ημίψηλο και τα άσπρα γάντια, τους παρατεταγμένους αξιωματικούς, οι οποίοι ανταπέδιδαν. Εκπληκτος τον αντίκρισε ο αστυνομικός διευθυντής, ο οποίος τον γνώριζε ως «επικίνδυνο κομμουνιστή», ανέβασε προς το πηλήκιο το χέρι για να χαιρετήσει και το ανεβοκατέβασε αμήχανα. Ο Βούλτεψης με ένα σαρδόνιο γέλιο του είπε: «Χαιρέτα, χαιρέτα κανονικά». Μπήκε στην Εκκλησία και ανακατεύθηκε με το πλήθος των ξεπεσμένων πριγκίπων της Ευρώπης, που είχαν προσκληθεί. Επιασε κουβέντα με τα άψογα αγγλικά του (ο Βούλτεψης μεγάλωσε με Αγγλίδα νταντά στην Κεφαλονιά) και μάζεψε ένα πλήθος από πριγκιπικά κουτσομπολιά, με τα οποία στόλισε ένα σπαρταριστό ρεπορτάζ, που δημοσίευσε την επόμενη μέρα στην «Αυγή»….